παρακαταθήκη

παρακαταθήκη
(Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ονομαζόμενο θεματοφύλακας, παραλαμβάνει από ένα άλλο πρόσωπο (παρακαταθέτη) ένα κινητό πράγμα προς φύλαξη, με την υποχρέωση να το επιστρέψει μόλις ζητηθεί. Ως κινητά νοούνται όλα τα μη ακίνητα ενσώματα πράγματα· εξαιρούνται συνεπώς τα δικαιώματα – αλλά όχι και τα χρεόγραφα που ενσωματώνουν το δικαίωμα. Η σύμβαση π. καταρτίζεται με την παραλαβή του πράγματος από τον θεματοφύλακα, και από την ίδια στιγμή γεννιέται και η διπλή υποχρέωση του τελευταίου προς φύλαξη και απόδοση του πράγματος. Kατά κύριο λόγο η φύλαξη γίνεται χωρίς αμοιβή, αν και επιτρέπεται να συμφωνηθεί αμοιβή ή να συναχθεί υποχρέωση καταβολής αμοιβής σύμφωνα με τις περιστάσεις. Τη σύμβαση π. χαρακτηρίζει ιδίως το στοιχείο της εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο του θεματοφύλακα. Συνεπώς ο τελευταίος δεν δικαιούται καταρχήν να παραδώσει το πράγμα σε τρίτους. Ο θεματοφύλακας υποχρεούται να φυλάει το πράγμα με ιδιαίτερη επιμέλεια, ενδεχομένως σε ειδικό χώρο. Δεν απαιτείται το πράγμα να ανήκει κατά κυριότητα στον παρακαταθέτη. Η π. μπορεί να είναι σύμβαση ανεξάρτητη ή παρεπόμενη άλλης σύμβασης (π.χ. πώλησης). Ο θεματοφύλακας δεν έχει δικαίωμα να μεταχειρίζεται το πράγμα (σε αντίθεση με το χρησιδάνειο), εκτός αν έχει λάβει σχετική άδεια από τον παρακαταθέτη· ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος, όταν δεν έχει γίνει πρόβλεψη αμοιβής, να καταβάλει τις δαπάνες και αποζημίωση κατά τους όρους του A.K. Ιδιαίτερα είδη π. είναι η ανώμαλη π. (κατάθεση χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων), η μεσεγγύηση (όταν δύο ή περισσότεροι παρακαταθέτες εμπιστεύονται ένα αμφισβητούμενο πράγμα σε θεματοφύλακα ο οποίος αναλαμβάνει την υποχρέωση να το επιστρέψει μόνον όταν συγκατατεθούν όλοι οι ενδιαφερόμενοι ή όταν εκδοθεί σχετική δικαστική απόφαση), οι καταθέσεις στις Γενικές Αποθήκες, σε ειδικά ταμεία, διεπόμενα από ειδικές διατάξεις νόμων (Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων), σε τράπεζες, οργανισμούς κλπ. Η π. χρημάτων, σε περίπτωση αμφιβολίας, λογαριάζεται με δάνειο, αν ο θεματοφύλακας έχει το δικαίωμα να τα χρησιμοποιήσει. Για μεσεγγύηση, ο μεσεγγυούχος υποχρεούται να διαχειρίζεται το αντικείμενο, εάν αυτό επιβάλλει η φύση του αντικειμένου, και δικαιούται να το πουλήσει σε περίπτωση ανάγκης ή αδυναμίας διατήρησής του.
* * *
η, ΝΑ [παρακατατίθημι]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρακαταθέτω
2. αυτό που παρακατατίθεται σε κάποιον για φύλαξη, ιδίως χρηματικό ποσό ή πολύτιμο πράγμα
3. μτφ. κανόνας που έθεσε σοφό ή ιερό πρόσωπο, νόμος, συμβουλή, σκέψη που πρέπει να διαφυλαχθεί ως κάτι πολύτιμο και προς το οποίο επιβάλλεται πλήρης συμμόρφωση (α. «ιερή παρακαταθήκη» — ό,τι διατηρείται και φυλάσσεται ως πολύτιμη κληρονομιά τών προγόνων, όπως είναι η γλώσσα, η θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα
β. «φυλάττειν ὑμᾱς τοὺς νόμους, τὸν ὅρκον
ταῡτ' ἔχεθ' ὑμεῑς οἱ δικάζοντες... ὡσπερεὶ παρακαταθήκην», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. περίσσευμα προϊόντων που φυλάσσεται προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σε έκτακτες περιστάσεις, απόθεμα («παρακαταθήκη τροφίμων χρημάτων κ.λπ.»)
2. φρ. «Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων» — νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που υπάγεται στην αρμοδιότητα τού υπουργείου Οικονομικών και αποτελεί πιστωτικό οργανισμό εξυπηρετήσεως τού δημόσιου και κοινωνικού συμφέροντος με σκοπό τη φύλαξη παρακαταθηκών και την παροχή δανείων σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου φιλανθρωπικά ή κοινωφελή ιδρύματα, σε δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους, καθώς και σε επιχειρήσεις
αρχ.
1. πρόσωπο που παραδιδόταν στη φροντίδα επιτρόπου ή επιτρόπων
2. πρόσωπο ιερό που βρίσκονταν υπό την προστασία τής πολιτείας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρακαταθήκη — deposit fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαταθήκῃ — παρακαταθήκη deposit fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλκαλική παρακαταθήκη — Το σύνολο των βάσεων που διαθέτει ο οργανισμός μας για να εξουδετερώνει την παρουσία στο αίμα οξέων ισχυρότερων από το ανθρακικό …   Dictionary of Greek

  • παρακαταθηκῶν — παρακαταθήκη deposit fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαταθῆκαι — παρακαταθήκη deposit fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαταθήκαις — παρακαταθήκη deposit fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαταθήκην — παρακαταθήκη deposit fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαταθήκης — παρακαταθήκη deposit fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμανάτι — και αμανέτι, το 1. ενέχυρο, υποθήκη, παρακαταθήκη 2. πρόσωπο που εμπιστεύεται κανείς στη φροντίδα και επιμέλεια άλλου 3. (και μτφ. στη φράση) «έμεινα αμανάτι». [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. emanet «κατάθεση, παρακαταθήκη». ΠΑΡ. νεοελλ. αμανατιτζής] …   Dictionary of Greek

  • μεσεγγύηση — (Νομ.). Ειδική μορφή παρακαταθήκης, με την οποία πράγμα κινητό ή ακίνητο, για το οποίο προβάλλουν δικαιώματα αμφισβητούμενα ή αβέβαια πολλά πρόσωπα, παραδίδεται για φύλαξη στην κατοχή τρίτου (μεσεγγυούχου), ώσπου να επιλυθεί η διαφορά. Η μ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”